- φιλότμητος
- -ον, ΜΑ1. αυτός που τού αρέσει να τέμνει2. αυτός με τον οποίο γίνεται τμήση3. φρ. «φιλότμητος ἠώς» — το πρωί κατά το οποίο γίνεται η περιτομή (Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + τμητός (< τέμνω), πρβλ. νεό-τμητος].
Dictionary of Greek. 2013.